ιερογλυφικός

ιερογλυφικός
-ή, -ό
1. αυτός που παρασταίνεται με εικόνες: Η ιερογλυφική γραφή προήλθε από την ιδεογραφία.
2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ιερογλυφικά τα γράμματα των αρχαίων Αιγυπτίων, σύμβολα - εικόνες που δήλωναν κάποιο πράγμα.
3. μτφ., ό,τι είναι δυσανάγνωστο ή δυσνόητο: Αυτά που γράφεις είναι ιερογλυφικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἱερογλυφικός — hieroglyphic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερογλυφικός — ή, ό (ΑΜ ιερογλυφικός, ή, όν) [ιερογλύφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική γραφή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερογλυφικά (ενν. γράμματα) τα συμβολικά σημεία τής… …   Dictionary of Greek

  • ἱερογλυφικά — ἱερογλυφικός hieroglyphic neut nom/voc/acc pl ἱερογλυφικά̱ , ἱερογλυφικός hieroglyphic fem nom/voc/acc dual ἱερογλυφικά̱ , ἱερογλυφικός hieroglyphic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικῶν — ἱερογλυφικός hieroglyphic fem gen pl ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικοῖς — ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικήν — ἱερογλυφικός hieroglyphic fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικῶς — ἱερογλυφικός hieroglyphic adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικῷ — ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Egyptian hieroglyphs — A section of the Papyrus of Ani showing cursive hieroglyphs …   Wikipedia

  • hieroglífico — (del lat. «hieroglyphĭcus», del gr. «hieroglyphikós») m. Jeroglífico. * * * hieroglífico, ca. (Del lat. hieroglyphĭcus, y este del gr. ἱερογλυφικός). adj. p. us. jeroglífico. U. t. c. s …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”